επαμφιάζω

επαμφιάζω
ἐπαμφιάζω (AM) [αμφιάζω]
περιβάλλω με επενδύτη, επενδύω, ντύνω
αρχ.
περιβάλλω κάτι, καλύπτω, συγκαλύπτω, σκεπάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”